- προτανήϊον
- προτᾰν-ήϊον, [dialect] Aeol.,= πρυτ-, Milet.3p.371 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτανήϊον — τὸ, Α (αιολ. τ.) βλ. πρυτανείο(ν) … Dictionary of Greek
προτανείον — και προτανήϊον, τὸ, Α (αιολ. τ.) βλ. πρυτανείο(ν) … Dictionary of Greek
πρυτανείο(ν) — το / πρυτανεῑον, ΝΜΑ, και πρυτάνιον και ιων. τ. πρυτανήϊον και αιολ. τ. προτανήϊον και αττ. τ. προτανεῑον και κρητ. τ. βρυτανεῑον Α (στην αρχαιότητα) 1. δημόσιο οικοδόμημα που βρισκόταν αρχικά στην επονομαζόμενη αγορά τού Θησέως, η οποία… … Dictionary of Greek